Ο κ. Σκέρτσος αναφερόμενος στις επικείμενες εκλογές ανάδειξης προέδρου του ΠΑΣΟΚ και κληθείς να σχολιάσει ότι δημοσκοπικά φαίνεται ότι το ΠΑΣΟΚ σταθεροποιείται στη δεύτερη θέση, είπε: «Το σχόλιο είναι αυτό το οποίο είπα και νωρίτερα. Χρειαζόμαστε μία καλύτερη, πιο σύγχρονη, πιο εποικοδομητική αντιπολίτευση. Αυτό βοηθάει και την κυβέρνηση να ασκεί καλύτερα τα καθήκοντά της. Όχι ότι είναι ο απολύτως ικανός και αναγκαίος λόγος για να κάνουμε καλύτερα τη δουλειά μας. Για μας αντίπαλος, βασικά, είναι τα προβλήματα των πολιτών. Με αυτά ασχολούμαστε με το στεγαστικό ζήτημα, με την ακρίβεια, με το να δημιουργήσουμε καλύτερες δουλειές, να φέρουμε περισσότερες επενδύσεις, να αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση. Αυτά είναι τα ζητήματα των πολιτών. Σε αυτά περιμένουμε απαντήσεις και προτάσεις και από την αντιπολίτευση για να έχουμε μια καλύτερη δημοκρατία και μια καλύτερη κοινωνική συνύπαρξη. Το ζητούμενο είναι η Ελλάδα επειδή έχει υποφέρει πάρα πολύ την προηγούμενη δεκαετία, να πάει μπροστά και να μην χρησιμοποιεί λύσεις, τσιτάτα και ιδεοληψίες του παρελθόντος που μας έφεραν σε αδιέξοδα».
Όσον αφορά στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, ο υπουργός ανέφερε πως αναμφίβολα προβληματίζει την κυβέρνηση η κατάσταση στην περιοχή, την οποία παρακολουθεί με πολύ μεγάλη προσοχή και σε διαρκή συνεννόηση και επικοινωνία με τους συμμάχους της χώρας μας.
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε: «Μια γενικευμένη σύρραξη στη Μέση Ανατολή, στην ευρύτερη δηλαδή γειτονιά μας καταλαβαίνουμε όλοι πόσα πολλά προβλήματα μπορεί να δημιουργήσει. Ωστόσο, για να μη δημιουργούμε ένα κλίμα πανικού, θέλω να θυμίσω ότι η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει να περάσει δια πυρός και σιδήρου μέσα από παγκόσμιες κρίσεις γεωπολιτικού χαρακτήρα, υγειονομικού χαρακτήρα και ταυτόχρονα να παραμείνει μία νησίδα σταθερότητας, διότι έχει μία σταθερή, μονοκομματική αυτοδύναμη κυβέρνηση που απέδειξε ότι μπορεί να παίρνει τις σωστές αποφάσεις, να κάνει μία αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων και να δείχνει και τον δρόμο σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τη στάση που πρέπει να κρατάει και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση. Πολλές από τις ελληνικές θέσεις δηλαδή και στην ενεργειακή κρίση της Ουκρανίας και στην υγειονομική κρίση του Covid, έγιναν ευρωπαϊκές πολιτικές. Αυτό είναι κάτι που θέλω να κρατήσουμε για να μην δημιουργούμε και ένα κλίμα πανικού στους πολίτες. Προφανώς είναι μία πάρα πολύ σοβαρή κατάσταση. Προφανώς κανείς δεν θέλει μία γενικευμένη σύρραξη. Ωστόσο, ασκούμε μία εξωτερική πολιτική αρχών. Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και στην εθνική κυριαρχία αποτελεί μία τέτοια αρχή και αφορά και εμάς ως χώρα, γιατί και εμείς έχουμε υπαρξιακού τύπου απειλές. Επομένως πρέπει να στηρίζουμε προφανώς την αποκλιμάκωση, αλλά ταυτόχρονα και το δικαίωμα στην αυτοάμυνα, όταν κάποιος δέχεται μια απρόκλητη επίθεση. Να θυμίσω ότι δυστυχώς πριν από δύο μέρες χάσαμε έναν Έλληνα αθώο πολίτη από μια τυφλή τρομοκρατική επίθεση στο Ισραήλ. Επομένως, τίποτα δεν είναι απλό, τίποτα δεν είναι μονοσήμαντο. Υποστηρίζουμε και την λύση των δύο κρατών, αλλά ταυτόχρονα και μια αποκλιμάκωση της έντασης, ώστε να μην έχουμε ευρύτερα προβλήματα στη γειτονιά μας».
Στη συνέχεια, ερωτηθείς για την ανησυχία που προκαλεί η πιθανότητα να δημιουργηθούν αυξημένες μεταναστευτικές ροές, ο κ. Σκέρτσος σημείωσε ότι προς το παρόν δεν φαίνεται αυτό, λέγοντας: «Επίσης να πω ότι το 2024 δεν είναι ούτε το 2015 που η χώρα ήταν αθωράκιστη απέναντι σε ένα μαζικό προσφυγικό κύμα, ούτε το 2019. Το 2024 μας βρίσκει με ένα σύστημα διαχείρισης των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών που αποτελεί υπόδειγμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η ελληνική θέση για τον τρόπο που πρέπει να διαχειριζόμαστε με δίκαιο και αυστηρό τρόπο το μεταναστευτικό ζήτημα, έχει γίνει ευρωπαϊκή πολιτική με βάση το νέο Σύμφωνο, το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση. Και είμαστε πολύ πιο έτοιμοι και αποτελεσματικοί στη φύλαξη των συνόρων, τόσο σε χερσαίο επίπεδο όσο και σε θαλάσσιο. Και χθες ήμασταν με τον πρωθυπουργό στον Έβρο, όπου πλέον έχει οικοδομηθεί ο φράχτης που αγγίζει τα 70 χιλιόμετρα. Οι χερσαίες εισροές έχουν σχεδόν μηδενιστεί από τον Έβρο, είναι πολύ λιγότερες από τα προηγούμενα χρόνια. Το πρόβλημα κυρίως εντοπίζεται σε μικρότερο βαθμό στα θαλάσσια σύνορα και αυτό είναι ένα μήνυμα επίσης μιας συγκρατημένης αισιοδοξίας ότι ναι, προφανώς μπορεί να υποστούμε κάποιες πιέσεις, αλλά έχουμε πλέον πολύ περισσότερα εργαλεία στα χέρια μας για να διαχειριστούμε και αυτό το ζήτημα» .
Για την οικονομική διάσταση αυτής της κατάστασης σε συνάρτηση και με την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, ο κ. Σκέρτσος απαντώντας αν μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στη χώρα μας, επισήμανε πως η Ελλάδα ακολουθεί και εφαρμόζει μια ενεργειακή πολιτική διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας, ώστε να εξασφαλίσουμε την ενεργειακή ασφάλεια και την ενεργειακή αυτονομία. Όπως είπε: «Τι έχουμε πετύχει τα τελευταία πέντε χρόνια; Σχεδόν το 60% πλέον του ενεργειακού μείγματος της χώρας παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δηλαδή από πηγές ενέργειας εγχώριες. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό εργαλείο στα χέρια μας. Μπορούμε δηλαδή να έχουμε σε συγκεκριμένες μέρες του χρόνου ή μήνες του χρόνου που έχουμε καλές καιρικές συνθήκες, με αέρα, με ήλιο, να έχουμε μια ενεργειακή αυτάρκεια. Αυτό το έχουμε δει το προηγούμενο διάστημα. Ταυτόχρονα, χθες στον Έβρο, στην Αλεξανδρούπολη, εγκαινιάστηκε το πρώτο φορτίο φυσικού αερίου στον FSRU της Αλεξανδρούπολης. Είναι ένας θαλάσσιος σταθμός όπου μεταφορτώνεται υγροποιημένο φυσικό αέριο και μετατρέπεται σε υγροποιημένο αέριο για να μπορέσει να διοχετευθεί στο δίκτυο τόσο της Βορείου Ελλάδος όσο και άλλων χωρών. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα πλέον να εξασφαλίζει πρώτα και κύρια την ενεργειακή της ασφάλεια, ενδεχομένως να εφοδιάσει και άλλες χώρες και να είναι καλύτερα θωρακισμένη από τις εξωγενείς πιέσεις και τις κρίσεις που προκαλούνται στην διεθνή αγορά ενέργειας».
Καταλήγοντας τόνισε: «Δεν λέω ότι δεν μπορεί να δούμε αυξήσεις στις τιμές ενέργειας, όμως και αυτό, αποδείξαμε τα δύο τρία προηγούμενα χρόνια, ότι με τις κατάλληλες πολιτικές μπορούμε να το διαχειριστούμε εφόσον βλέπουμε καιροσκοπικού και κερδοσκοπικού χαρακτήρα διακύμανση στις τιμές ενέργειας, τότε εκεί παρεμβαίνει αποφασιστικά και το ελληνικό κράτος και η Ευρωπαϊκή Ένωση και επιβάλλει με τις κατάλληλες πολιτικές τις τιμές εκείνες που είναι δίκαιες τόσο για τον καταναλωτή και τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις».